γαλαξαίος

Greek Monolingual

γαλαξαῖος, -α, -ον (Α)
ο λευκός σαν γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς τα γαλαξίας, Γαλάξια, παράγωγα της λ. γάλα.