Γαλάξια

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

Γαλάξια, τα (Α)
γιορτή προς τιμήν της μητέρας τών θεών στην Αθήνα, κατά την οποία πρόσφεραν σ' αυτήν τη γαλαξία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γάλα(-κτος) με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-].