γαλατιανός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. λευκός σαν γάλα, γαλατένιος
2. το θηλ. ως επίθ. «Παναγία η Γαλατιανή (ή Γαλαταριά, Γαλούσα, Γαλατούσα)» — εκείνη που δωρίζει άφθονο γάλα στις γυναίκες που θηλάζουν.