γαμιάς

Greek Monolingual

ο (Μ γαμέας) γαμέω
1. ο φιλήδονος, αυτός που ρέπει στις ερωτικές περιπέτειες, ή αυτός που είναι ή θεωρείται πολύ ικανός ή ακόρεστος στη σεξουαλική πράξη
2. ο εραστής.