ο (Μ γαμέας) γαμέω1. ο φιλήδονος, αυτός που ρέπει στις ερωτικές περιπέτειες, ή αυτός που είναι ή θεωρείται πολύ ικανός ή ακόρεστος στη σεξουαλική πράξη2. ο εραστής.