γατόμαλλο

Greek Monolingual

και γατσό- και κατσόμαλλο, το
1. το τρίχωμα της γάτας
2. το τραχύ και δύσκολο στην κατεργασία μαλλί τών προβάτων και τών κατσικιών
3. πληθ. τα γατόμαλλα
το πρώτο τρίχωμα στο πρόσωπο των εφήβων ή το λεπτό χνούδι σε πολύ αδύνατα πρόσωπα.