γειοφόρος

English (LSJ)

γειοφόρον, earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).

Spanish (DGE)

-ον portador de tierra σκαφίδες AP 6.297 (Phan.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte de la terre.
Étymologie: γῆ, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειοφόρος -ον [γῆ, φέρω die aarde draagt, aarde vervoerend.

German (Pape)

σκαφίδες, Erde tragend, Phani. 4 (VI.297).

Russian (Dvoretsky)

γειοφόρος: служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.

Greek Monolingual

γειοφόρος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος.

Greek Monotonic

γειοφόρος: -ον (γῆ, φέρω), αυτός που βαστά τη γη, σε Ανθ.

Middle Liddell

[γῆ, φέρω
earth-bearing, Anth.