γειτόνεμα

Greek Monolingual

το (AM γειτόνευμα και γειτόνημα) γειτονώ
1. η γειτνίαση, το να κατοικεί ή να βρίσκεται κάποιος κοντά σε κάποιον άλλον
2. οι γείτονες (φρ., «κακό το γειτόνεμα, πούλα το σπίτι σου»).