το (AM γειτόνευμα και γειτόνημα) γειτονώ1. η γειτνίαση, το να κατοικεί ή να βρίσκεται κάποιος κοντά σε κάποιον άλλον2. οι γείτονες (φρ., «κακό το γειτόνεμα, πούλα το σπίτι σου»).