γειτόνευμα

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

German (Pape)

[Seite 478] τό, = γειτόνημα, Aret.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
vecindad, proximidad (στόμαχος) καρδίης καίριον γ. Aret.SD 2.6.1.