γειτόνευμα
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
[Seite 478] τό, = γειτόνημα, Aret.
-ματος, τό
vecindad, proximidad (στόμαχος) καρδίης καίριον γ. Aret.SD 2.6.1.