γεωπετής

Spanish (DGE)

-ές
caído en tierra, fijo a la tierra advocación dada por los egipcios a Osiris Clem.Recogn.10.25.2, τὸ μὲν (θεῖον) ... παντὸς ὕψους μετέωρον καὶ ὑπέρτερον, τὸ δὲ (σῶμα) ... γεωπετῆ καὶ χθαμαλόν Ps.Caes.175.23.

Greek Monolingual

-ές (Μ γεωπετής, -ές)
νεοελλ.
(για πτηνά) αυτός που πετά χαμηλά, πολύ κοντά στη γη
μσν.
εκείνος που έπεσε στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -πετής < πέτομαι (πρβλ. αναπετής, υψιπετής κ.λπ.)].