γηλεχής

English (LSJ)

γηλεχές, sleeping on the earth, Call.Del.286.

Spanish (DGE)

-ές
que duerme en el suelo θεράποντες Call.Del.286, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 489] ές, auf der Erde gebettet, Call. Del. 286.

Greek (Liddell-Scott)

γηλεχής: -ές, κοιμώμενος ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ γῆς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 286.

Greek Monolingual

γηλεχής, -ές (Α)
αυτός που κοιμάται κατάχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -λεχής < λέχος «στρώμα, κρεβάτι»].