γιακάς
Greek Monolingual
ο
1. περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων, όπως του φορέματος, του πουκάμισου, κλπ.
2. το χτύπημα του αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, κατραπακιά
3. φρ. α) «τρώει γιακάδες» — τον καρπαζώνουν, τον εξευτελίζουν
β) «του τίναξα τον γιακά» — τον εξευτέλισα
γ) «τινάζω τον γιακά μου» — κόβω κάθε σχέση με κάποιον
4. ποιότητα καπνού από ορεινές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yaka].