γιγανταιώρημα

Greek Monolingual

το
γυμναστικό άθλημα που εκτελείται σε μονόζυγο με περιστροφές του σώματος γύρω από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίγας (-αντος) + αιώρημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Θ. Παγώνα].