μονόζυγο

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

το
(αθλ.) όργανο γυμναστικής αποτελούμενο από έναν ζυγό, δηλ. μια χαλύβδινη ή ξύλινη οριζόντια ράβδο, η οποία στηρίζεται στα δύο άκρα της με κατακόρυφα στηρίγματα που εδράζονται στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Γ. Παγώνα].