και γιδοκόπι, τοκοπάδι γιδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. γιδοκοπή < γίδα + κοπή «κοπάδι»γιδοκόπι < γίδα + -κόπι (πρβλ. μεθοκόπι, φωνοκόπι)].