τοη γιορτή, το πανηγύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτάσειν, απρμφ. μέλλ. του εορτάζω (πρβλ. κοιμίσι, μεθύσι), με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο - (πρβλ. εορτάζω -γιορτάζω)].