γκούσα

Greek Monolingual

η
1. πρόλοβος τών πτηνών
2. πρήξιμο του λαιμού
3. δύσπνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) guša < λατ. geusiae «μάγουλα» (πρβλ. γαλλ. gousse)].