γλευκομετρία

Greek Monolingual

η
η μέτρηση της πυκνότητας του γλεύκους (μούστου), ο προσδιορισμός της περιεκτικότητας του σε σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + -μετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888].