γλυκύπαις

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, full of sweet boys, Ῥόδος AP12.52 (Mel.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυκύπαις -αιδος γλυκύς, παῖς adj. met lieve jongens:. τὰν γλυκύπαιδα Ῥόδον Rhodos, met haar lieve jongens AP 12.52.6.

German (Pape)

αιδος, süße, liebliche Kinder habend, Rhodus Mel. 7 (XII.52).

Russian (Dvoretsky)

γλυκύπαις: παιδος adj. имеющий милых детей (Ῥόδος Anth.).

Greek Monolingual

γλυκύπαις, η (Α)
αυτή που έχει γλυκά αγόρια.

Greek Monotonic

γλῠκύπαις: ὁ, ἡ, αυτός που έχει γλυκείς, ωραίους απογόνους, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύπαις: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων «γλυκὰ» τέκνα, δηλ. ὡραῖα, Ρόδος γ., Ἀνθ. Π. 12. 52.

Middle Liddell

having a fair offspring, Anth.