γλυκύπικρος

English (LSJ)

γλυκύπικρον, sweetly bitter, bittersweet, bitter-sweet Ἔρος… γ. ὄρπετον Sapph.40, cf. AP5.133 (Posid.), 12.109 (Mel.), Plu.2.681b; of news, 'a gilded pill', Cic.Att.5.21.4; ἡδονή Ph.1.678: later in literal sense, Gal.11.586.

Spanish (DGE)

(γλῠκύπῑκρος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
dulce y amargo de un remedio, Sophr.1.3, Dsc.1.47, Gal.11.586, como cualidad τὸ γ. Thphr.Fr.89.4
fig. Ἔρος Sapph.130.2, Posidipp.Epigr.1.4, AP 5.134, cf. 12.109 (Mel.), Musae.166, Nonn.D.42.441, ἡδονή Plu.2.681b, Ph.1.678, τῆς πολυπραγμοσύνης γαργαλισμός Plu.2.522c
irón. de noticias, Cic.Att.114.4.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυκύπικρος -ον γλυκύς, πικρός bitterzoet.

German (Pape)

bittersüß, Ἔρως Sappho 37; βέλος ἔρωτος Mel. 76 (XII.109); Posidip. 11 (V.134); Plut. Symp. 5.7.2.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύπικρος: сладкий, но смешанный с горечью; полуприятный-полутягостный (ἔρως Sappho, Anth.; τῆς πολυπραγμοσύνης γαργαλισμός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύπικρος: -ον, μετὰ γλυκύτητος πικρός, ἔρος Σαπφὼ 37· πρβλ. Πλάτ. Φιλ. 46D, E.

English (Slater)

γλυκύπικρος
1 bitter-sweet (supp. Lobel, dubitanter, cll. (I. 7.48)) Θρ. 2. 7.

Greek Monolingual

-ον (Α)
βλ. γλυκόπικρος.