Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γλωσσάριο
Greek Monolingual
και γλωσσάρι, το (AM γλωσσάριον) γλώσσα μικρή γλώσσα νεοελλ. 1.συλλογή και ερμηνεία λέξεων ιδιωματικών, σπάνιων ή ειδικού τεχνικού ή επιστημονικού κλάδου 2. σύντομο λεξικό.