γλωσσάριο

Greek Monolingual

και γλωσσάρι, το (AM γλωσσάριον) γλώσσα
μικρή γλώσσα
νεοελλ.
1. συλλογή και ερμηνεία λέξεων ιδιωματικών, σπάνιων ή ειδικού τεχνικού ή επιστημονικού κλάδου
2. σύντομο λεξικό.