γλωσσοδιδάσκαλος

Greek Monolingual

ο
δάσκαλος γλωσσικών μαθημάτων ή ξένων γλωσσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κωνστ. Οικονόμο].