και γλυώ (Μ γλύω)γλυτώνω, σώζω κάποιοννεοελλ.γλυτώνω, λυτρώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή του ε- και ανομοιωτική τροπή του -κ- σε γ- (πρβλ. εκλιστρώ -γλιστρώ)].