γνοφώδης

English (LSJ)

γνοφῶδες, dark, gloomy, ib.Pr.7.9, Ph.2.109, Plu.2.949a.

French (Bailly abrégé)

v. δνοφώδης.

Greek Monolingual

γνοφώδης, -ες (Α) γνόφος
σκοτεινός.

German (Pape)

ες, dunkel; φυσήματα αἰθέρος Eur. Tr. 79; Plut.