γνύξ

English (LSJ)

Adv., (γόνυ)
A with bent knee, Il., always in phrase γνὺξ ἐριπών = falling on the knee, 5.309,357,al.; later γνὺξ ἥμενος Arat.921; σφῆλεν γνὺξ ἐπιόντα A.R.3.1310; γνὺξ ἑδριοῶσαι Orac. ap. Zos.2.6: in later Prose, Gal.UP3.15.

Spanish (DGE)

adv. de rodillas, con las rodillas dobladas, sobre las rodillas γ. ἐριπών Il.5.309, cf. 357, 20.417, γ. ἥμενος Arat.591, αἰεὶ γ. Arat.615, σφῆλε γ. ἐπιόντα A.R.3.1310, cf. 2.96, 4.471, γ. ἑδριόωσαι Orác. en Zos.2.6, πῶς ἐκαθέζοντο; γ. Sch.D.T.60.5, διὰ τοῦ διπλοῦ, γ., πύξ A.D.Adu.146.19.
• Etimología: Grado ø de la r. de γόνυ q.u. c. una -ξ final analóg. de adv. como λάξ, πύξ.

French (Bailly abrégé)

adv.
seul. dans la loc. γνὺξ ἐριπεῖν IL tomber à genoux.
Étymologie: γόνυ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνύξ γόνυ adv., met gebogen knie:. γ. ἐριπών op de knieën steunend Il. 5.309.

German (Pape)

(von γόνυ, synkopiert), auf das Knie, oder auf die Knie; ἐπὶ γόνυ, Apollon. Lex.Homer. p. 55.15; Hom. nur in der Verbindung γνὺξ ἐριπεῖν, auf die Knie sinken, Il. 5.68, 309, 357, 8.329, 11.355, 20.417; – sp.D., Ap.Rh. 2.96 Arat. 591.

Russian (Dvoretsky)

γνύξ: adv. на колени (ἐριπών Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: with bent knee (Il.; Erbse Glotta 32, 240ff.).
Origin: IE [Indo-European] [380] *ǵenu- knee
Etymology: From γόνυ (s. v.) with zero grade and analogal after πύξ, λάξ etc. (Schwyzer 620). The zero grade of γόνυ and πίπτειν was also seen in some other forms from H. which in fact appear to contain another root, s. γνυπ(ε)τ-. The zero grade of γόνυ is found in πρόχνυ kneeling and metaph. utterly (Il.); the aspiration is not well explained; cf. Av. fra-šnu- with the knees forward, Mayrhofer, EWAia 1, 585. The zero grade prob. also in Hitt. ganut.

Middle Liddell

γόνυ
with bent knee: γνὺξ ἐριπεῖν to fall on the knee, Il.

English (Autenrieth)

(γόνυ): adv., with bent knee, upon the knee.

Greek Monolingual

γνύξ επίρρ. (Α)
στα γόνατα ή με λυγισμένα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας και με κατάληξη -ξ αναλογικά προς άλλα επιρρήματα (πρβλ. λαξ, πυξ κ.ά.)].

Greek (Liddell-Scott)

γνύξ: ἐπίρρ., (γόνυ) μὲ κεκλιμένον γόνυ, «γονατιστά», Ἰλ., ἀείποτε ἐν τῇ φράσει γνύξ ἐριπεῖν, πίπτειν εἰς τὰ γόνατα, Ε. 309, 357 κ. ἀλλ.

Frisk Etymology German

γνύξ: {gnúks}
Grammar: Adv.
Meaning: knielings (ep. seit Il.; zur Bedeutung auch Erbse Glotta 32, 240ff.).
Etymology: Von γόνυ (s. d.) mit Schwundstufe und analogischem -ξ nach πύξ, λάξ usw. (Schwyzer 620). Dieselbe Schwundstufe auch in γνύπετοι· ἐκτεταμένοι, δειλοί, ἄλλοι δὲ κατηφεῖς und einigen anderen (z. T. unsicher überlieferten) aus γόνυ und πίπτειν erwachsenen Zusammenbildungen bei H. Eine Kurzform davon ist γνύπωνες· στυγνοί, κατηφεῖς, ἄτολμοι, παρειμένοι. καὶ μαλακοί, ἀπὸ τοῦ εἰς γόνυ πεπτωκέναι H.
Page 1,317