γονυαλγής
English (LSJ)
γονυαλγές, suffering pain in the knee, Hp.Epid.6.4.11.
Spanish (DGE)
-ές
que sufre de las rodillas ὀροβοφαγέοντες γονυαλγεῖς Hp.Epid.6.4.11, cf. Gal.17(2).605, Pall.in Hp.116.
German (Pape)
[Seite 502] ές, an Knieschmerz leidend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
γονυαλγής: -ές, ἔχων πόνον εἰς τὰ γόνατα, Ἱππ. 1180D.
Greek Monolingual
γονυαλγής, -ές (Α)
αυτός που έχει πόνο στα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -αλγής < άλγος (πρβλ. δυσαλγής, κεφαλαλγής, οσφυαλγής)].