Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
ὀσφυαλγής, -ές (Α)
αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγής].