γρηγορεύω

English (Strong)

from ἐγείρω; to keep awake, i.e. watch (literally or figuratively): be vigilant, wake, (be) watch(-ful).

Greek Monolingual

και γληγορεύω
1. επιταχύνω κάτι
2. αναπτύσσω ταχύτητα, σπεύδω.