Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γυαλόχαρτο
Greek Monolingual
και γιαλόχαρτο, το χαρτί με λεπτότατα θρύμματα γυαλιού στη μια επιφάνεια για λείανση διαφόρων επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ.<γυαλί+χαρτί. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. papier de verre)].