γυναίκιον

English (LSJ)

τό, Dim. of γυνή, Longus3.6.15 (v.l. γύναιον).

German (Pape)

[Seite 510] τό, dim. zu γυνή, Long. 3, 6, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναίκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γυνή, Λόγγ. 3.6,15 (μετὰ διαφ. γραφ. γύναιον).