γωνιογνώμονας

Greek Monolingual

ο
όργανο μέτρησης γωνιών, γωνιόμετρο, μοιρογνωμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γωνία + γνώμων (-ονος). Η λ. γωνιογνώμων μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].