μοιρογνωμόνιο

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

το (Α μοιρογνωμόνιον)
νεοελλ.
γεωμετρικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του ανοίγματος τών γωνιών
αρχ.
1. δείκτης στον δίσκο της διόπτρας
2. αστρονομικό όργανο που μεταχειριζόταν ο Πτολεμαίος για μέτρηση τών μοιρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + γνωμόνων (< γνώμων)].