μοιρογνωμόνιο
From LSJ
το (Α μοιρογνωμόνιον)
νεοελλ.
γεωμετρικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του ανοίγματος τών γωνιών
αρχ.
1. δείκτης στον δίσκο της διόπτρας
2. αστρονομικό όργανο που μεταχειριζόταν ο Πτολεμαίος για μέτρηση τών μοιρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + γνωμόνων (< γνώμων)].