γόργυρα
English (LSJ)
(Dor. γέργυρα), ἡ, underground drain or sewer, Alcm.132, cf. AB233, Hsch.: used as a dungeon, Hdt.3.145, cf. Harp., etc.
Spanish (DGE)
(γόργῡρα) -ας, ἡ
• Alolema(s): lacon. γέργυρα Alcm.130, Hsch.; jón. γοργύρη SEG 12.391.8 (Samos VI a.C.), Hdt.3.145; γοργύρα Poll.9.45, Hsch.
1 albañal, cloaca Alcm.l.c. (pero v. 2), Aeschin. en Harp., Hsch.s.u. γοργύρα, AB 233.25, Phot.γ 189
•utilizado como calabozo Hdt.l.c., Din.Fr.inc.16, Hsch.s.u. γέργυρα
•alcantarillado como interpr. del laberinto, Eust.1688.52.
2 prisión, cárcel como edificio público, Poll.9.45, EM 224.56G. (escrito γέγυρα).
3 dud., cierto recipiente o jarro, quizá aguamanil o parte de él τῇ Ἥρῃ ἀνέθησαν ... γοργύρην χρυσῆν SEG l.c., cf. τοὺς πυθμένας τῶν κεραμίδων, οὓς ἔνιοι γοργύρας καλοῦσιν Hsch.s.u. ἀρδάλια.
• Etimología: De γέργυρα c. asim. ευ > ου, término de origen imitativo c. red. impresiva.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prison souterraine.
Étymologie: DELG idée primitive de « conduite d'eau », cf. γαργαρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γόργυρα -ας, ἡ onderaardse gevangenis.
Russian (Dvoretsky)
γόργυρα: ион. γοργύρη ἡ подземная тюрьма, подземелье Her., Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
γόργῡρα: Ἰων. –ρη, ἡ, ὑπόγειος ὀχετὸς ἢ ἀγωγὸς ὑδάτων ἢ ἀκαθαρσιῶν, Ἀλκμὰν (124), ἐν τῷ Ε. Μ. 228 (ἐν τῷ τύπῷ γέργυρα), πρβλ. Α. Β. 233, Ζωναρ., Ἡσυχ.· ἐν χρήσει ὡς ὑπόγειος εἰρκτή, Ἡρόδ. 3. 145, πρβλ. Ἁρποκρ., Σουίδ., Πολυδ. Θ΄, 45.
Greek Monolingual
γόργυρα και ιων. τ. γοργύρη και δωρ. τ. γέργυρα, η (Α)
1. υπόνομος
2. υπόγεια φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., αναδιπλασιασμένος τύπος, που συνδέεται πιθ. με το γαργαρίζω. Ο δωρ. τ. γέργυρα, που μαρτυρείται στον Αλκμάνα, είναι αρχαιότερος. Οι τύποι με το -ο-, (γόργυρα και γοργύρη) προήλθαν πιθ. από αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο- λόγω του ακολουθούντος -υ- στον αρχ. τ. γέργυρα.