δάδα
Greek Monolingual
η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός)
1. δαυλός από δαδί
2. πυρσός, λαμπάδα
νεοελλ.
1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί
2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά
3. φωτιστικό πυροτέχνημα
4. κάθε μέσο φωτισμού ή μεταδόσεως φωτιάς («η δάδα του πολιτισμού», «η δάδα του εμφύλιου πολέμου»)
αρχ.
1. περιληπτικό όνομα για τα δαδιά, τα πεύκινα ξύλα από τα οποία γίνονταν οι πυρσοί
2. ασθένεια τών πεύκων
3. ρετσίνι από ένα είδος πεύκου, με θεραπευτικές ιδιότητες (Ιππ.)
4. φρ. «ἐπὶ τὴν δᾴδα προελθεῖν» — πλησιάζω στις επικήδειες λαμπάδες, πλησιάζω στο τέλος της ζωής μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαΐς < δaFίς (πρβλ. δαίω «καίω»), ενώ ο τ. δᾴς πιθ. < δaı-Fίς (πρβλ. δαίω)].