δάνειος

Greek Monolingual

ο (AM δάνειος, -ον)
1. ο δανεικός, με επιστροφή
2. ξένος τον οποίο παρουσιάζει κάποιος ως δικό του
νεοελλ.
(γλωσσολ.) «δάνεια γλωσσικά στοιχεία» — όσα έχουν ληφθεί από ξένες γλώσσες.