δανεικός
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
Greek Monolingual
-ή και -ιά, -ό (Μ δανεικός, -ή, -όν) δάνειο
αυτός τον οποίο δανείζει ή δανείζεται κάποιος
νεοελλ.
1. εκείνος που ανήκει σε άλλον
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δανεικά
χρήματα τα οποία έχει δανείσει ή δανειστεί κάποιος
3. επίρρ. δανεικά
με δάνειο, με υποχρέωση επιστροφής
4. παροιμ. α) «δανεικά ρούχα ζεστασιά δεν πιάνουν» — όποιος βασίζεται σε ξένα πράγματα δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το αποτέλεσμα
β) «δυο φορές μεθάει το δανεικό κρασί» — όταν το πίνει κι όταν έρθει η ώρα να το πληρώσει κάποιος
γ) «δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι» — για ασήμαντους ανθρώπους που επαινούν ο ένας τον άλλον
δ) «που δειπνά δανεικά ταχιά θα πεινάσει» — δεν μπορεί κανείς να στηρίζεται στη φροντίδα τών άλλων
5. φρ. «δανεικά κι αγύριστα» — για όσους δεν επιστρέφουν ό,τι έχουν δανειστεί.