δάφνιος

English (LSJ)

α, ον, f.l. for δάφνινος, Hp. Morb. 2.13; epith. of Artemis, Str. 8.3.12.

German (Pape)

[Seite 525] dasselbe, dah. Ἄρτεμις so heißt, Strab. VIII p. 343.

Greek (Liddell-Scott)

δάφνιος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ἱππ. 465. 46· ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, Στράβ. 343.

Greek Monolingual

δάφνιος, -α, -ον (Α)
1. ο δάφνινος
2. το θηλ. ως ουσ. Δαφνία, η
ονομασία της Αρτέμιδος.