δίκησις

English (LSJ)

[ῐ], εως, ἡ, vengeance, = ἐκδίκησις, LXX Si.47.25 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 629] ἡ, Strafe, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

δίκησις: -εως, ἡ, (δίκη) = ἐκδίκησις, Ἑβδ. (Σειράχ, μζ΄, 25),

Greek Monolingual

δίκησις, η (Α)
η εκδίκηση.