ἐκδίκησις
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
-εως, ἡ, avenging, ἐκδίκησιν ποιεῖσθαι to give satisfaction, Plb.3.8.10; ἐκδίκησιν ποιεῖσθαί τινος = obtain satisfaction from.., CIG2826 (Aphrodisias); legal remedy, PLond.5.1674.102 (vi A.D.); ἐκδίκησιν ποιεῖν τινι = avenge him, Act.Ap.7.24; τινός Ev.Luc.18.7,8.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. ἐγδικάσιος IG 92.192.14 (III a.C.)]
I 1venganza ejercida en reparación a la persona agraviada ἐκδίκει τὴν ἐκδίκησιν υἱῶν Ισραηλ ἐκ τῶν Μαδιανιτῶν venga a los hijos de Israel contra los madianitas LXX Nu.31.2, ἐκδικήσω ἐκδίκησιν μίαν ἀντὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν μοῦ LXX Id.16.28, ἐ. τοῦ πατρὸς αὐτῶν ref. las crías del áspid Phys.B 223.2
•ἐκδίκησιν ποιεῖν o ποιεῖσθαι vengar o hacer justicia al agraviado, Plb.3.8.10, τῷ καταπονουμένῳ vengó al ofendido, Act.Ap.7.24, ὁ δὲ θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ; Eu.Luc.18.7, cf. 8.
2 castigo como venganza gener. divina ejercida sobre la persona castigada ἐν καιρῷ ἐκδικήσεως ἐξολῇ perecerás en el momento del castigo LXX Si.5.7, ἡμέρα ἐκδικήσεως LXX De.32.35, cf. Ep.Rom.12.19, Ph.1.108, ἡ ἐκ θεοῦ ἐ. Ast.Soph.Hom.4.9, c. gen. de la persona castigada τῶν ἐχθρῶν ἐμῶν LXX Iu.8.35, κακοποιῶν 1Ep.Petr.2.14, c. giros prep. ἐποίησεν ἐκδίκησιν ἐν τοῖς ἀνδράσι τοῖς αὐτομολήσασιν LXX LXX 1Ma.7.24, ἐ. ἐκ τῶν ἐναντίων Gr.Nyss.Or.Dom.14.24, c. gen. del delito τῶν κακουργιῶν Suppl.Mag.59.11, τῆς βεβήλου αὐτῆς γνώμης PMasp.97ue.C51 (VI d.C.)
•en sent. legal castigo, pena ὁ ... δικαστὴς ἐκδίκησιν αὐτῷ ἐπιφερέτω νόμοις ἁρμόδιον Iust.Nou.123.21.
3 derecho de enjuiciamiento, procesamiento γινομένας τοῖς Τηΐοις τᾶς ἐγδικάσιος IG l.c.
II defensa τῆς ... ἀληθείας καὶ τῆς εἰρήνης Leo Mag.Ep.p.25.12, τῆς καθολικῆς πίστεως Leo Mag.Ep.p.56.17
•en contratos de compraventa biz. defensa ante los tribunales de la validez del contrato frente a reclamaciones ἐ. καὶ καθαροποίησις τῆς πράσεως SB 5112.57 (biz.), cf. PMonac.13.60 (VI d.C.), PLond.1674.102 (VI d.C.), PBodl.45.32 (VII d.C.).
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, das Rächen, die Strafe; ἐκδίκησιν ποιεῖσθαι Pol. 3, 8, 10; ποιεῖν N.T.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vengeance, punition.
Étymologie: ἐκδικέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδίκησις: εως, ἡ
1 кара, наказание, мщение (ἐκδίκησιν ποιεῖσθαί τινι Polyb., NT);
2 защита (τινος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδίκησις: -εως, ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐκδ. ποιεῖσθαι, παρέχειν ἱκανοποίησιν, Πολύβ. 3. 8, 10· ἐκδ. ποιεῖσθαί τινος, λαμβάνειν παρά τινος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2826· ἐκδ. ποιεῖν τινι, ποεῖν ἐκδίκησιν ὑπέρ τινος, «καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον, ἠμύνατο καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ» Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 24· «ὁ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ...;» Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 7 καὶ 8.
English (Strong)
from ἐκδικέω; vindication, retribution: (a-, re-)venge(-ance), punishment.
English (Thayer)
ἐκδικήσεως, ἡ (ἐκδικέω, which see), the Sept. for נְקָמָה and נָקָם, פְּקֻדָּה, מִשְׁפָּט (שְׁפָטִים; a revenging; vengeance, punishment: ποιεῖν τήν ἐκδίκησιν τίνος, to vindicate one from wrongs, accomplish the avenging of, τίνι, to avenge an injured person, ἐκδίκησις τίνος, objec. genitive, the punishment of one, διδόναι ἐκδίκησιν τίνι, to inflict punishment on (render vengeance to) one, Polybius 3,8, 10.)
Greek Monotonic
ἐκδίκησις: -εως, ἡ, εκδίκηση, ἐκδίκησιν ποιεῖν τινι, τον εκδικείται, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐκδίκησις, εως [from ἐκδῐκέω]
an avenging, ἐκδίκησιν ποιεῖν τινι to avenge him, NTest.
Chinese
原文音譯:™kd⋯khsij 誒克-笛克西士 相當於: (דַּרְיׄושׁ / דָּרַשׁ) (נָקַם)
詞類次數:名詞(9)
原文字根:出去-義(著)
字義溯源:辯白,報仇,報應,刑罰,伸冤,自責,罰;源自(ἐκδικέω)=辯護); (ἐκδικέω)出自(ἔκδικος)=伸張公義),而 (ἔκδικος)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δίκη / καταδίκη)*=公正)組成。同義字:!) (ἐκδίκησις)辯白,刑罰 2) (ἐπιτιμία)判斷,責罰 3) (κόλασις)刑罰 4) (τιμωρία)辯明後的處置,刑罰
出現次數:總共(9);路(3);徒(1);羅(1);林後(1);帖後(1);來(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 伸冤(4) 路18:7; 路18:8; 羅12:19; 來10:30;
2) 罰(1) 彼前2:14;
3) 報應(1) 帖後1:8;
4) 報仇(1) 徒7:24;
5) 報應的(1) 路21:22;
6) 自責(1) 林後7:11