δίξοος

English (LSJ)

δίξοον, (ξέω) cleft, forked, Thphr. HP 5.1.9,10.

Spanish (DGE)

-ον
bifurcado de ramas de árboles, Thphr.HP 5.1.9, 10.
• Etimología: Deriv. de διχθά q.u.

German (Pape)

[Seite 632] zweispaltig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δίξοος: -ον, (ξέω) δισχιδής, εἰς δύο ἐσχισμένος, Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 9.

Frisk Etymological English

διξός See also: s. δίς.

Frisk Etymology German

δίξοος: διξός
{díksoos}
See also: s. δίς.
Page 1,396