δίρρυμος

English (LSJ)

δίρρυμον, with two poles, i.e. three horses, Id.Pers.47 (anap.).

Spanish (DGE)

(δίρρῡμος) -ον
con dos lanzas δίρρυμα ... τέλη escuadrones de carros de dos lanzas op. τρίρρυμος A.Pers.47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux timons.
Étymologie: δίς, ῥυμός.

German (Pape)

[ῡ], mit zwei Deichseln; τέλη Aesch. Pers. 47, Schol. τέθριππα ἅρματα.

Russian (Dvoretsky)

δίρρῡμος: с двойным дышлом (τέλη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίρρυμος: -ον, ὁ ἔχων δύο ῥυμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 47.

Greek Monolingual

δίρρυμος, -ον (Α)
(για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»].

Greek Monotonic

δίρρῡμος: -ον, αυτός που έχει δύο τιμόνια, δηλ. τρία άλογα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δίρ-ρῡμος, ον adj
with two poles, i. e. three horses, Aesch.