τρίρρυμος
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
τρίρρυμον, with three poles, i.e. with four horses abreast, τέλη A.Pers.47 (anap.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois timons, càd à six chevaux.
Étymologie: τρεῖς, ῥυμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίρρυμος -ον [τρι-, ῥυμός] met drie dissels.
German (Pape)
[ῡ], mit drei Deichseln, d.i. sechsspännig, Aesch. Pers. 47.
Russian (Dvoretsky)
τρίρρῡμος: с тремя дышлами, т. е. шестиконный Aesch. (см. τέλος I, 18).
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «τρίρρυμα τέλη» — άρματα με τρεις ρυμούς, δηλαδή με τέσσερα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ρρυμος (< ῥυμός «τιμόνι, χαλινάρι»), πρβλ. οκτάρρυμος].
Greek Monotonic
τρίρρῡμος: -ον, αυτός που έχει τρεις πώλους, πουλάρια δηλ. τέσσερα άλογα ζευγμένα κατά μέτωπο, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ῥυμούς, δηλ. τέσσαρας ἵππους κατὰ μέτωπον ἐζευγμένους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 47.
Middle Liddell
τρίρ-ρῡμος, ον,
with three poles, i. e. with four horses abreast, Aesch.