δακρύγελως

Greek Monolingual

(-ωτος), ο
το να δακρύζει και να γελάει κανείς ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + γέλως. Για τον σχηματισμό πρβλ. κλαυσίγελως.