κλαυσίγελως
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, acc. -γέλωτα Demetr.Eloc.28: dat.pl. -γέλωσι Plu.2.1097 f:—crying and laughing, smiles mingled with tears, smiles mixed with tears, smilecrying, πάντας κ. εἶχε X.HG7.2.9; nickname of Phryne, Ath.13.591c.
German (Pape)
[Seite 1446] ωτος, ὁ, das mit Weinen gemischte Lachen; κλαυσ. εἶχε πάντας, Alle weinten u. lachten durch einander, oder weinten vor Freude, Xen. Hell. 7, 2, 9, dem vorangehenden ἅμα χαρᾷ δακρύουσαι entsprechend; vgl. Plut. non posse 18; Demetr. Phaler. 28; Ath. XIII, 591 c.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ) :
rire mêlé de larmes.
Étymologie: κλαίω, γέλως.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαυσίγελως -ωτος, ὁ [κλαίω, γέλως] het huilen en lachen tegelijk.
Russian (Dvoretsky)
κλαυσίγελως: ωτος (ῐ) ὁ смех сквозь слезы: κ. εἶχε πάντας Xen. все плакали от радости.
Greek Monolingual
ο (Α κλαυσίγελως, -έλωτος)
1. γέλιο ανάμικτο με κλάματα, κλάμα από χαρά, το να κλαίει και να γελά κάποιος ταυτόχρονα («κλαυσίγελως εἶχε πάντας», Ξεν.)
2. παρωνύμιο της εταίρας Φρύνης, στον Αθήναιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι- (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + -γελως (< γέλως «γέλιο»), πρβλ. κωμωδόγελως, μωρόγελως. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].
Greek Monotonic
κλαυσίγελως: [ῐ], ὁ, γέλια ανακατεμένα με δάκρυα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυσίγελως: ῐ, ὁ· αἰτ. -γέλωτα Δημ. Φαληρ. 28, Ἀθήν. 591C· δοτ. πληθ. -γέλωσι, Πλούτ. 2. 1097F· γέλως μετὰ δακρύων, κλ. εἶχε πάντας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 9· πρβλ. Ἰλ. Ζ. 484.
Middle Liddell
smiles mixed with tears, Xen.