δακτυλοδεικτώ
Greek Monolingual
(AM δακτυλοδεικτῶ, -έω)
δείχνω με το δάχτυλο
νεοελλ.
1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή
2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, -η, -ο
όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο
αρχ.
δείχνω, συμβολίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτυλοδείκτης ή δακτυλόδεικτος.