δαπανόω

English (LSJ)

= δαπανάω, expend, IG 5(1).1390.55 (Pass., Andania, i B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

δαπανόω: δαπανάω, ἐξοδεύω, ἀναλίσκω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1464.