ἐξοδεύω
English (LSJ)
A march out, Plb.5.94.7, LXX 1 Es.4.23, D.S.19.63, Nic. Dam.92 J., etc.; simply, depart, εἰς Τεβτῦνιν PTeb.55.3 (ii B. C.); εἰσοδεύειν καὶ ἐ. ingress and egress, CPR187.13 (ii A. D.).
II depart this life, LXX Jd.5.27 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 884] herausgehen, ausrücken, ausmarschiren. Pol. 5, 94, 7 u. öfter, wie a. Sp., z. B. D. Sic. 19, 63 Plut. Cst. mai. 13.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοδεύω: отправляться в путь, воен. выступать в поход Polyb., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοδεύω: ὁδεύω ἔξω, ἐξέρχομαι καὶ μεταβαίνω που, Πολύβ. 5. 94, 7, Διόδ. 19. 63, κτλ. ΙΙ. ἐξέρχομαι ἐν πομπῇ, Ἐπιγρ. Μαρμάρου Ροζέτης ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 43. ΙΙΙ. ἀπέρχομαι ἐκ τοῦ βίου, ἀποθνήσκω, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ε΄, 27), ἐν τῷ Παθ.
Greek Monolingual
και ξοδεύω (AM ἐξοδεύω) έξοδος
μσν.- νεοελλ.
δαπανώ, καταναλώνω
νεοελλ.
1. διαθέτω το εμπόρευμά μου σε αγοραστές
2. υποβάλλω άλλον σε έξοδα
αρχ.-μσν.
1. βγαίνω και πορεύομαι κάπου
2. αναχωρώ, φεύγω
3. εκστρατεύω
4. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω
αρχ.
1. βγάζω έξω από τον δρόμο, παραπλανώ
2. αναλύω, ερμηνεύω.