δασολογία
Greek Monolingual
η
επιστήμη η οποία ασχολείται με την έρευνα της δασικής οικονομίας ή δασοπονίας, με την εξασφάλιση δηλ. του συνόλου τών οικονομικών αγαθών τα οποία μπορούν να παράγουν τα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο].