δασύτητα

Greek Monolingual

η (AM δασύτης) δασύς
1. η πυκνότητα
2. το να έχει κανείς πυκνές τρίχες
3. η προφορά φθόγγου με δασύ πνεύμα
νεοελλ.
φρ. «δασύτητα πυρίτιδας» — το ειδικό βάρος της πυρίτιδας.