δαψιλεύω

Greek Monolingual

(AM δαψιλεύομαι)
παρέχω, χορηγώ άφθονα
αρχ.-μσν.
παθ. σπαταλιέμαι
αρχ.
1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται»)
2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι' ὑμᾱς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός].