(AM δαψιλεύομαι)παρέχω, χορηγώ άφθονααρχ.-μσν.παθ. σπαταλιέμαιαρχ.1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται»)2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι' ὑμᾱς).[ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός].