δείσοζος

English (LSJ)

δείσοζον, (δεῖσα) smelling of filth, AP6.305 (Leon.).

Greek Monolingual

δείσοζος, -ον (Α)
αυτός που αναδίδει οσμή ακαθαρσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείσα + όζω (πρβλ. βαρύοζος)].

Russian (Dvoretsky)

δείσοζος: предполож. зловонный Anth.